- ἡδύβιος
- ἡδύβιοςsweetening lifemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηδύβιος — ο (Α ἡδύβιος, ον) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία αρχ. 1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή… … Dictionary of Greek
ἡδύβιον — ἡδύβιος sweetening life masc/fem acc sg ἡδύβιος sweetening life neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυβίους — ἡδύβιος sweetening life masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδυβίων — ἡδύβιος sweetening life masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύβια — ἡδύβιος sweetening life neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡδύβιοι — ἡδύβιος sweetening life masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek